αλκοολόμετρο

αλκοολόμετρο
ή οινοπνευματόμετρο Χημ.
αραιόμετρο* το οποίο χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό τής περιεκτικότητας τών αλκοολούχων υγρών σε αλκοόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alcoholmeter, νόθο σύνθετο < alcohol (πρβλ. αλκοόλη) + -meter < μέτρο(ν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλκοολόμετρο — το το οινοπνευματόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οινοπνευματόμετρο — το αραιόμετρο με το οποίο προσδιορίζεται ο οινοπνευματικός βαθμός αλκοολούχων υγρών, αλλ. αλκοολόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + μέτρον. Η λ., στον λόγιο τ. οινοπνευματόμετρον, μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”